- Βατράχων
- Βάτραχοςfrogmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βατράχων — βάτραχος frog masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… … Dictionary of Greek
βρεκεκέξ — (Α βρεκεκέξ) απομίμηση της φωνής των βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία που μιμείται το κόασμα των βατράχων] … Dictionary of Greek
κοασμός — ο [κοάζω] η φωνή τών βατράχων ή η απομίμηση τής φωνής τών βατράχων … Dictionary of Greek
νωτότρημα — Αμφίβια της οικογένειας των Yλιδών, που αριθμούν είδη μικρών βατράχων της κεντρικής και της ισημερινής Αμερικής. Το είδος ν. το μαρσιποφόρο γεννά τα αβγά του σε ειδικό επωαστικό θύλακο που βρίσκεται στη ράχη του ζώου. * * * το ζωολ. γένος μικρών… … Dictionary of Greek
γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια … Dictionary of Greek
εξερεύγομαι — (AM ἐξερεύγομαι) [ερεύγομαι] βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ) μσν. ρουφῶ («κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα») αρχ. 1. (για όγκο) ανοίγω 2. (για ποταμό) εκβάλλω 3. (για φλέβα) αδειάζω … Dictionary of Greek
κοάζω — [κοάξ] 1. (για βάτραχο) φωνάζω κοάξ κοάξ 2. (για άνθρωπο) μιλώ σαν τον βάτραχο ή μιμούμαι τη φωνή τών βατράχων … Dictionary of Greek
κοάξ — (AM κοάξ) η φωνή τών βατράχων ονοματοποιημένη («βρεκεκὲξ κοὰξ κοάξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας από ηχομίμηση] … Dictionary of Greek
κόασμα — το η φωνή τών βατράχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek